πάραλοι

πάραλοι
πάραλος
by
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πάραλοι — Πάραλος by masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάραλος — Ιερή τριήρης της αρχαίας Αθήνας, που μαζί με το άλλο ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία εχρησιμοποιείτο για επείγουσες κρατικές υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό είχε μόνιμο πλήρωμα, που βρισκόταν συνεχώς σε ετοιμότητα. Οι δύο αυτές τριήρεις είχαν πάρει τα… …   Dictionary of Greek

  • ПАРАЛ —    • Πάραλος,        1. см. Paralia, Паралия;        2. береговая полоса в Фессалии, принадлежавшая мелийцам. Жители этой страны назывались Παράλιοι (Thuc. 3, 92);        3. П. ναυ̃ς (на надписях Παραλία), священный корабль (трирема),… …   Реальный словарь классических древностей

  • PARALUS — I. PARALUS Clazomenarum, urbis Ioniae Asiaticae, conditor; quae prius Gryna nominata, vicina Colophoni, unde et Apollo Gryneus dictus est, quod ibi Oraculum eius esset, postea Clazomenae appellari coepit, Vide Strabonem l. 13. Plin. l. 5. c. 30.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παράλιοι — Oνομάζονταν και Πάραλοι. Οι κάτοικοι της Παράλου γης, δηλαδή του παραλιακού διαμερίσματος της Αττικής. Ασχολούνταν με τη γεωργία και τα σχετικά με τη θάλασσα επαγγέλματα και ήταν ευπορότεροι από τους Διακρίους, οι οποίοι κατοικούσαν στις ορεινές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”